Ένα αφιέρωμα στον Πόντο!!! - B-X NEWS

Post Top Ad

demo-image
12243428_10206856996795754_3503517865075081560_n

Ένα αφιέρωμα στον Πόντο!!!

Share This


(Πολλά ειπώθηκαν τις τελευταίες μέρες για την βαμμένη με αίμα ιστορία των Ποντίων. Η εκπομπή " Έχουμε Θέμα " είχε προγραμματίσει τον Μαίο να έκανε ένα αφιέρωμα στην γενοκτονία των Ποντίων. Όμως μετά τα τελευταία γεγονότα αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό το αφιέρωμα αυτό το Σάββατο 14 Νοεμβρίου από τις 16,00 έως τις 18,00. Μείνετε συντονισμένοι στον Artfm 90.6 και διαδυκτιακά στοwww.artfm906.gr και σας υποσχόμαστε ένα συγκλονιστικό αφιέρωμα σε αυτήν την αιματοβαμμένη σελίδα της ιστορίας μας!!)
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Τον Νοέμβριο του 2015 με αφορμή τις τότε δηλώσεις της κυβέρνησης η εκπομπή "Έχουμε Θέμα" έκανε ένα αφιέρωμα στην γενοκτονία του Πόντου . Τα κείμενα που ακούστηκαν ήταν από τα site www.pontos-news.gr, το www.pontos.gr και από άλλα ποντιακά site

 Πόντος
Ένα ταξίδι στον Πόντο είναι πάντα ένα ταξίδι στον πόνο. Είναι ένα ταξίδι βουτηγμένο στο δάκρυ. Ίσως γι αυτό, όταν ανεβαίνεις   στην Παναγία του Σουμελά, μέσα από το δασικό μονοπάτι (μόνον 45 λεπτά ανηφορικός δρόμος με πολλά σκαλιά), τα μάτια του ουρανού συνήθως  στάζουν δάκρυα κρουνηδόν.  Μοιάζουν  με την καρδιά μας. Έτσι το προσκύνημα  γίνεται  πιο ελαβικό. 

Ήταν κάποτε ένα λουλούδι. Το λουλούδι αυτό φύτρωνε πάνω σε απόκρημνα βράχια, δίπλα στο γιαλό, πάνω σε οροπέδια, αλλά και μέσα στο δάσος. Το ίδιο λουλούδι, με το ίδιο μεθυστικό άρωμα. Κάποιοι, όμως, αποφάσισαν ότι δεν πρέπει να ζει άλλο εκεί. Το ξερίζωσαν, το πήγαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, το φύτεψαν σε μια γλάστρα και του είπαν… ζήσε! Δεν είχε λόγο μέχρι τότε να μελετηθεί τι είδος λουλούδι είναι, τι χρώμα έχει και πώς μυρίζει.  

Αν παρομοιάσουμε την ποντιακή παράδοση και κατ΄ επέκταση τους Έλληνες του Πόντου μ΄ αυτό το λουλούδι, θα κατανοήσουμε πλήρως την ανησυχία των πρώτων και λιγοστών, βεβαίως, λογίων που ήρθαν από τον Πόντο στην Ελλάδα. Ολοφάνερη ήταν η ανησυχία του Μητροπολίτη Χρύσανθου, του Οικονομίδη, του Άκογλου, του Άνθιμου Παπαδόπουλου. Από αυτή την ανησυχία γεννήθηκε η Ποντιακή Λαογραφία στην Ελλάδα. Η Λαογραφία, στηρίζεται στο ασυνείδητο και πολλές φορές στο υποσυνείδητο. Βασίζεται σ΄ αυτά που δεν είναι γραμμένα, όχι γιατί δεν ξέρουν να γράφουν, αλλά γιατί δε θέλουν να αποτυπώσουν στο χαρτί αυτά που ξέρουν.

Παράδειγμα, η λαϊκή ιατρική στον Πόντο. Ήταν κοινό μυστικό ότι το σταυρολούλουδο είναι κατάλληλο για τη βασκανία, τα κράνια για τον κοιλόπονο, το μελισσόχορτο για τα μάτια, η καρδιά του περιστεριού για το αχπάραγμαν κι αν... είχες αϋπνία, ε τότε έπρεπε να κυλιστείς σε τάφο φρεσκοπεθαμένου. Αλλά και το αγίασμα, λέει η Παράδοση, δεν ήταν το ίδιο από κάθε άγιο: της Αγ. Βαρβάρας, για παράδειγμα, ήταν για την οστρακιά, της Παναγίας για ψυχικές ασθένειες και του Αγίου Χαράλαμπου για οποιοδήποτε γυναικολογικό πρόβλημα.


Η Γενοκτονία των Ποντίων, 1916-1923, με περισσότερους από 350.000 νεκρούς αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη γενοκτονία του αιώνα μας. Η διεθνής Κοινότητα αναγνώρισε άμεσα ή έμμεσα τις άλλες δύο γενοκτονίες του αιώνα μας, των Εβραίων και Αρμενίων. Η γενοκτονία των Ποντίων έχει τις ίδιες ποσοτικές και ηθικές αναλογίες με αυτές των Εβραίων και των Αρμενίων, δυστυχώς όμως είναι λησμονημένη από τους εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς. Ο ποντιακός ελληνισμός, από την πτώση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας  (1461) γνώρισε συνεχείς διωγμούς, σφαγές και ξεριζωμούς και προσπάθειες για το βίαιο εξισλαμισμό και εκτουρκισμό του, με αποκορύφωμα τη συστηματική και μεθοδευμένη εξόντωση - γενοκτονία του αιώνα μας. Η συστηματική εξόντωση των Ποντίων, όπως και των γειτόνων τους Αρμενίων, υπήρξε προσχεδιασμένο έγκλημα. Η απόφαση για την εξόντωσή τους πάρθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου και ολοκληρώθηκε από το Μουσταφά Κεμάλ (1919-23).

815 ακμάζουσες κοινότητες καταστράφηκαν ολοκληρωτικά,   τα ελληνικά χωριά με τις 1.174 εκκλησίες τους και τα 960 σχολεία λεηλατήθηκαν και κάηκαν, περιουσίες που αποκτήθηκαν ύστερα από 500 χρόνια σκληρής δουλειάς και που ανέρχονταν σε περισσότερα από δύο εκατομμύρια φράγκα κλάπηκαν και χάθηκαν,  ο πληθυσμός 303.237 ανδρών εξολοθρεύτηκε με φωτιά κι ατσάλι. Πολλοί από αυτούς κρεμάστηκαν ή πέθαναν από το κρύο.Οι σφαγές κοντά στο Kαβάκ, το Nτζουμπούς Xαν, το Σελαμελίκ και το Kιζ Aλάν, όπως και οι σφαγές του Aντά, του Kαραπερτσίν, του Tεκέ Kιοΐ και της Mερζιφούντας –πόλης που οι κάτοικοί της εξολοθρεύτηκαν στο κτίριο του Γαλλικού Σχολείου– και οι πολυάριθμοι απαγχονισμοί στην Αμάσεια, είναι ατράνταχτες αποδείξεις αυτού του αφανισμού.Αυτές οι τερατώδεις πράξεις –δολοφονίες, βιαιότητες, ληστείες, κατασχέσεις, αυθαίρετες δημεύσεις περιουσιών και κάθε είδους ανήκουστες φρικαλεότητες που έγιναν από τους Τούρκους Ενωτικούς ή Kεμαλιστές– ξεπερνούν σε φρίκη και τις σφαγές των Αρμενίων του 1915.


Από το βιβλίο του Χ. Τσιρκινίδη «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου», ο θείος του συγγραφέα, Ευριπίδης, διηγείται  Πρώτη μπήκε στο χορό του θανάτου η πολύπαθη επαρχία της Αμισού. Oι Kεμαλικοί είχαν ιδιαίτερους λόγους να την τιμωρήσουν, γιατί στα απάτητα βουνά της περιοχής της αναπτύχθηκε το ηρωικό αντάρτικο των Ελλήνων του Πόντου.«Tην 3/16ην Iουνίου 1921, περί την 9ην ώραν π.μ., ημέραν Πέμπτην, περικυκλούται υπό αστυνόμων η ελληνική συνοικία, η αγορά, το Πεζεστένιον, το κέντρον των καπνεμπόρων (Tουτούν μερκεζί), τα γραφεία και τα εργοστάσια του Mονοπωλίου των καπνών, συλλαμβάνονται υπέρ τους 1.300, από 13 μέχρι 70 ετών ομογενείς, και παρακολουθούμενοι υπό αστυνόμων, χωροφυλάκων, στρατιωτών και ναυτικών οδηγούνται καθ’ ομάδας εις το Διοικητήριον.»Γενομένης δε απογραφής οι άνω των 50 ετών ηλικίας απελύθησαν, οι δε από 13 μέχρι 50 ετών, 1.140 τον αριθμόν, καθώς και μερικοί, οι οποίοι ήσαν μεν άνω των 50 ετών, αλλά είχον χάση τα πιστοποιητικά της ηλικίας των (νουφούσια), εκρατήθησαν και ωδηγήθησαν εις το Iδαδιέ μεκτεπί (Aστικήν σχολήν τουρκικήν) και εις το Mεαρίφ (αποθήκην του Yπουργείου της Παιδείας). Oι συλληφθέντες ήσαν όλοι οι ανώτεροι υπάλληλοι της Pεζής, έμποροι, καταστηματάρχαι και άνθρωποι διαφόρων επαγγελμάτων και τεχνών [...]»Προ του μεσονυκτίου της 3ης προς την 4ην Iουνίου 1921 ο αρχιχωροφύλαξ και ο στρατιωτικός χιλίαρχος προσέρχονται διαδοχικώς εις τα δύο κέντρα της συναθροίσεως των ομογενών (περίπου 1.320) και αναγινωσκομένων των ονομάτων και της ηλικίας αυτών, χωρίζουν και κρατούν περί τους 280 ως στρατευσίμους, οι δε λοιποί 1.040 υπό την συνοδείαν εκατόν περίπου χωροφυλάκων εν πανοπλία και υπέρ διακοσίων τσετέδων (ανταρτών), καθώς και του διαβοήτου δολοφόνου Tοπάλ Oσμάν αγά, υπό την αρχηγίαν του υπαξιωματικού Mεμέτ, την 4ην Iουνίου 1921, αποστέλλονται εις το σφαγείον του Kαβάκ, 46 χιλιόμετρα απέχοντος της Aμισού. Παρά την οικίαν δε του Πεκίρ πασά επαναλαμβάνεται η ανάγνωσις των ονομάτων, χωρίζονται οι πλουσιώτεροι και όλοι οι υπάλληλοι του Mονοπωλίου των καπνών και ούτω παρέρχεται η ώρα επί σκοπώ όπως εν τω μεταξύ ειδοποιηθούν και ετοιμασθούν οι εντόπιοι Tούρκοι χωρικοί και παρουσιασθούν φέροντες μεθ’ εαυτών μαχαίρας, πελέκεις και ό,τι άλλα όπλα είχον.»Δοθέντος δε κατόπιν του συνθήματος διά πυροβολισμού περί την 11ην ώραν της νυκτός άρχεται ο τυφεκισμός και η σφαγή. »Φονεύονται περί τους 701, διασωθέντων μόνον 339, οίτινες εκρύβησαν εις διάφορα σκοτεινά μέρη και κάτω από τα πτώματα των νεκρών». Εννέα μεγάλες αποστολές χρειάστηκαν για να εκτοπιστούν οι Έλληνες της πόλης Αμισού μέσα σε διάστημα ολίγων ημερών. Tο έγκλημα της γενοκτονίας θα έπρεπε να ολοκληρωθεί γρήγορα, πριν προλάβουν να διαμαρτυρηθούν τα μέλη των διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων αλλά και κάποιες από τις συμμαχικές χώρες.

Και συνεχίζει ο θειος του συγγραφέα: «Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα. Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωναν τον αριθμό των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ’ άγνωστα μέρη.»Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί χωρίς φαγητά, χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παραέξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής, μέχρι να πεθάνουν...»

Η Σάντα   ήταν ελληνική κωμόπολη του Πόντου, της επαρχίας Αργυρουπόλεως, αποτελούμενη από 7 οικισμούς. Μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 κατοικούνταν αποκλειστικά από Έλληνες που αριθμούσαν τις 5.000. Σανταίοι αντάρτες εμφανίστηκαν στα βουνά της Σάντας από το 1916, υπό την ηγεσία του Ευκλείδη Κουρτίδη και αντιστάθηκαν επιτυχώς σε τουρκική επίθεση στις 6 Σεπτεμβρίου 1921.Περίπου τριακόσια άτομα φίλοι συγγενεις καθως και οικογένειες ανταρτών για να αποφύγουν τον εκτοπισμό, ανέβηκαν στα βουνά και κλείστηκαν στην σπηλιά της Μάγαρας από όπου με την βοήθεια των ανταρτών θα κατέβαιναν στην τραπεζούντα. Ανάμεσα  σε αυτούς ήταν αρκετά βρέφη και μικρά παιδιά. Οι αντάρτες βλέποντας ότι βρίσκονταν σε δύσκολη θέση αποφάσισαν να φυγαδεύσουν τα γυναικόπαιδα προς το πυκνό δάσος και από εκεί θα τα οδηγούσαν  αργότερα στην Τραπεζούντα. Στο σχέδιο τους εμπόδιο ήταν τα βρέφη και τα μικρά παιδιά. Φοβόντουσαν μήπως με το κλάμα τους κατά την έξοδο από την σπηλιά θα προδιδόταν το σχέδιο τους. Και τότε συνέβη το πιο τραγικό συνταρακτικό και δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω γεγονός στην ιστορία της Σάντας. Αποφάσισαν και έσφαξαν επτά βρέφη και τα άφησαν στη άκρη του δρόμου. Την άλλη μέρα όταν οι τούρκοι τα  είδαν κατάλαβαν ότι οι Σανταίοι ήταν αποφασισμένοι για όλα και για αυτό δεν τους κυνήγησαν. Επτά βρέφη γίναν οι φύλακες των τρακοσίων ακούστε προσεκτικά την περιγραφή στην ποντιακή διάλεκτο και ανατριχιάστε!!.


Στις 19 Μαίου του 1919 ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα. Ξεκινά η δεύτερη φάση της γενοκτονίας με αρχηγό τον αιμοσταγή Τοπάλ Οσμάν. Με πρωτοφανή αγριότητα επιδίδονταν στις αλλεπάλληλες σφαγές, Τεπέ-κϊοι, Σεϊτάν-τερέ, Χαβ, Μερτζιφούντα, Αδά της Σαμψούντας, και Τζόρουμ, σφαγές που στιγμάτισαν την ιστορία των Ποντίων. Οι τρόποι, οι μέθοδοι και τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι τουρκικές κυβερνήσεις για να εξοντώσουν τον ποντιακό ελληνισμό είναι απίστευτα: επιστράτευση και εξόντωση των νέων, τάγματα εργασίας/ τάγματα θανάτου, στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης. Δουλειά 18ωρη και αγγαρείες κάτω από άθλιες συνθήκες. Οι στρατευμένοι και οι συλληφθέντες ήταν υποχρεωμένοι να σπάζουν πέτρες, να κόβουν ξύλα, να καθαρίζουν χιόνια, να πεζοπορούν χιλιάδες χιλιόμετρα. Τους έβγαζαν από θερμόλουτρό και τους υποχρέωναν να πεζοπορούν γυμνοί μέσα σε δριμύ χειμωνιάτικο ψύχος. Οι θάνατοι ήταν πλέον καθημερινό φαινόμενο. Βέβαια ας μην ξεχνάμε και τα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που χρησιμοποιήθηκαν από τα όργανα του Κεμάλ για να προσδώσουν μια επίφαση δικαιοσύνης στα γενοκτονικά τους σχέδια και στα βάρβαρα εγκλήματα που διαπράττονταν με τις ευλογίες της ανώτατης ηγεσίας. Οι αποδείξεις για τα γεγονότα των θηριωδιών και των σφαγών είναι πολυάριθμες και συγκλίνουσες. Προκύπτουν ακόμη και από τα ίδια τα τουρκικά αρχεία, εκδόσεις, κυβερνητικές αποφάσεις και νομοσχέδια, από αρχεία και αναφορές διπλωματικών υπαλλήλων ευρωπαϊκών χωρών και αρχεία των Η.Π.Α. Ο Κεμάλ ακόμη και μετά την ολοκληρωτική νίκη και με το ολοκαύτωμα της Σμύρνης εξακολουθούσε τις διώξεις όσων Ελλήνων απέμειναν κυρίως στον Πόντο. Ο Γάλλος συνταγματάρχης Μουζέν, ο οποίος παρακολούθησε τις εργασίες της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης στις 13 Αυγούστου 1923, ανέφερε στο Γαλλικό Γενικό Επιτελείο ότι ο Κεμάλ έλαμπε από χαρά όταν ξεφώνησε την εξής φράση: «Επιτέλους τους ξεριζώσαμε τους Έλληνες από τον Πόντο».

Ο στρατιωτικός απεσταλμένος της Ρωσίας γράφει στο βιβλίο του «Αναμνήσεις από την Τουρκία» "Από τους 200.000 Έλληνες που ζούσανε στη Σαμψούντα, τη Σινώπη και την Αμάσεια έμειναν λίγοι μόνο αντάρτες που τριγυρίζουν στα βουνά. Το σύνολο σχεδόν των ηλικιωμένων, των γυναικών και των παιδιών εξορίστηκαν σε άλλες περιοχές με πολύ άχημες συνθήκες. Πληροφορήθηκα ότι οι Τσέτες του Οσμάν Αγά (σ.τ.σ. Τοπάλ Οσμάν) έσπειραν τον πανικό στην πόλη Χάβζα. Έκαψαν, βασάνισαν και σκότωσαν όλους τους Έλληνες και Αρμένιους που βρήκαν μπροστά τους. γκρέμισαν όλες τις γέφυρες. Παντού υπήρχαν σημάδια γκρεμίσματος. Η διαδρομή από την πόλη Καβάκ προς το πέρασμα Χατζηλάρ θα μείνει για πάντα στη μνήμη μου όσο θα ζω. Σε απόσταση 30 χιλιομέτρων συναντούσαμε μόνο πτώματα. Μόνο εγώ μέτρησα 58. Σ' ένα σημείο συναντήσαμε το πτώμα μιας ωταίας κοπέλλας. Της είχανε κόψει το κεφάλι και το τοποθέτησαν κοντά στο χέρι της. Σε κάποιο άλλο σημείο υπήρχε το πτώμα ενός άλλου ωραίου κοριτσιού, 7-8 χρονών, με ξανθά μαλιά και γυμνά πόδια. Φορούσε μόνο ένα παλιό πουκάμισο. Απ' ότι καταλάβαμε, το κοριτσάκι καθώς έκλαιγε, έχωσε το πρόσωπό του στο χώμα, δολοφονημένο από το κάρφωμα της λόγχης του φαντάρου. 


Φρίττει ο νους του ανθρώπου, έγραψεν υπό ημερομ. 12 Nοεμβρίου 1918 ο Μητροπολίτης Pοδοπόλεως Κύριλλος,«διά τας διαπραχθείσας φρικαλεότητας και τον αριθμόν των θυμάτων, ανερχομένων εις 487 ψυχάς, αίτινες εύρον οικτρόν θάνατον εν τοις όρεσι, τοις σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης, όπου εκρύβησαν ίνα αποφύγωσιν την δολοφόνον μάχαιραν των σφαγέων.Μεταξύ των δολοφονηθέντων τούτων θυμάτων κατατάσσονται άλλαι 14 νεάνιδες κόραι, αίτινες φεύγουσαι τον βαρύν πέλεκυν του δημίου, κατέφυγον, ως εις άσυλον θρησκευτικόν, εις την διαληφθείσαν ιεράν μονήν του Bαζελώνος, οπόθεν οι τύραννοι ούτοι, αφού απήγαγον τους φιλησύχους πατέρας της Μονής αιχμαλώτους, προέβησαν ούτοι εις κορεσμόν των σωματικών αυτών ηδονών, βία ατιμάσαντες τας παρθένους ταύτας, ων τελευταίον αφού απέκοψαν τους μαστούς και τας κεφαλάς, αφήκαν τα πτώματα και απήλθον». 
Από το 1916 έως το 1923 οι Πόντιοι υπέφεραν τα πάνδεινα από τους Νεότουρκους. Στις 19.12.1916 και στις 2.1.1917 ο Αυστριακός πρεσβευτής της Κωνσταντινουπόλεως Pallavicini περιέγραψε στη Βιέννη τα τελευταία γεγονότα του Πόντου που αναφέρονταν στη μαρτυρική Αμισό:«11 Δεκεμβρίου 1916. Λεηλατήθηκαν 5 ελληνικά χωριά, κατόπιν κάηκαν. Οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν. 12 Δεκεμβρίου 1916. Στα περίχωρα της πόλης καίγονται χωριά. 14 Δεκεμβρίου 1916. Ολόκληρα χωριά καίγονται μαζί με τα σχολεία και τις εκκλησίες. 17 Δεκεμβρίου 1916. Στην περιφέρεια Σαμψούντας έκαψαν 11 χωριά. H λεηλασία συνεχίζεται. Οι χωρικοί κακοποιούνται. 31 Δεκεμβρίου  1916. 18 περίπου χωριά κάηκαν εξ ολοκλήρου. 15 εν μέρει. 60 γυναίκες περίπου βιάστηκαν. Eλεηλάτησαν ακόμη και εκκλησίες».

 Η γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο υπήρξε το αποτέλεσμα της απόφασης των Τούρκων εθνικιστών για επίλυση του εθνικού προβλήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη φυσική εξαφάνιση των γηγενών εθνοτήτων.Η μοίρα αυτή απετράπη με ένα εξαιρετικά οδυνηρό τρόπο: με τις; γενοκτονίες των χριστιανικών λαών, Ελλήνων και Αρμενίων, με την υποχρεωτική έξοδο όσων επιβίωσαν και με τη βίαιη τουρκοποίηση των μουσουλμανικών εθνοτήτων, όπως οι Κούρδοι, που συνέχισαν να παραμένουν στην τουρκική, πλέον, επικράτεια.Οι Έλληνες στον Πόντο ανέρχονταν σε 700.000 άτομα την παραμονή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι το τέλος του 1923 είχαν εξοντωθεί 353.000 άτομα.

Όλα τα παραπάνω, επ' ουδενί λόγω, δε φέρουν αντιτουρκικό χαρακτήρα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε οτι δεν είδαμε ποτέ την Τουρκία, ούτε καν να ζητάει συγνώμη για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, αλλά συνεχίζει να είναι αμετανόητη για τα εγκλήματα που διέπραξε και εξακολουθεί να προβαίνει σε αλλεπάλληλες προκλήσεις. Και όπως αναφέρει ο καταξιωμένος θεατρικός συγγραφές Δημήτριος Ψαθάς, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της θηριωδίας που διαπράχθηκε στον Πόντο: «.......Αντιτουρκικό χαρακτήρα έχουν τα ίδια τα γεγονότα, που δείχνουν τους Τούρκους έτσι όπως ήσαν και όπως έδρασαν τα χρόνια εκείνα. Ούτε επιτρέπεται να θυσιάζουμε την Ιστορική Αλήθεια σε καμία σκοπιμότητα, όπως, δυστυχώς, καθιερώθηκε να γίνεται από τον καιρό που χαράχτηκε η λεγόμενη ελληνοτουρκική φιλία.

 Η άστοχη τακτική της αποσιώπησης των γεγονότων της Ιστορίας, ήταν ίσως και ένας από τους λόγους που τόσο άσκημα πορεύτηκε η «φιλία» με τους Τούρκους. Να ρίξουμε το πέπλο της λήθης στο παρελθόν, αλλά να ξέρουμε όχι να κρύβουμε. Να ξέρουν και οι ίδιοι οι Τούρκοι το τι φτιάξαν οι πατεράδες τους, για να αποφύγουν τα όσα στιγμάτισαν εκείνους, εφόσον θέλουν να πάρουν τη θέση, που φιλοδοξούν, ανάμεσα στα πολιτισμένα έθνη. Μόνο έτσι, ξέροντας εμείς τους Τούρκους και ξέροντας εκείνοι εμάς και το στιγματισμένο παρελθόν τους, μπορεί κάποτε να χαράξουμε μια ελληνοτουρκική φιλία επάνω σε στέρεες βάσεις.»
Ήταν κάποτε ένα λουλούδι. Το λουλούδι αυτό φύτρωνε πάνω σε απόκρημνα βράχια, δίπλα στο γιαλό, πάνω σε οροπέδια, αλλά και μέσα στο δάσος. Το ίδιο λουλούδι, με το ίδιο μεθυστικό άρωμα. Κάποιοι, όμως, αποφάσισαν ότι το λουλούδι αυτό δεν πρέπει να ζει άλλο εκεί. Το ξερίζωσαν, το πήγαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, το φύτεψαν σε μια γλάστρα και του είπαν… ζήσε!  Και έζησε το λουλούδι. Μεγάλωσε, δυνάμωσε και επέστρεψε στον τόπο όπου γεννήθηκε. Προς μεγάλη του έκπληξη, είδε κι άλλα λουλούδια να του μοιάζουν. Δεν πεθαίνουν, σκέφτηκε, τα αμάραντα, γι αυτό και λεγόμαστε αμάραντα.… όμως με  μια μεταφορική έννοια  είναι ο πόντος,

Ο πόλεμος είναι μια άγρια κατάσταση που μόνο πόνο αφήνει πίσω του. Μια μορφή πολέμου είναι και η γενοκτονία. Ας ευχηθούμε να μην υπάρξει πια  άλλος πόλεμος σε οποιαδήποτε μορφή και να μην κλάψουμε ποτέ ξανά άλλους νεκρούς. Καλή σας νύχτα.


Comment Using!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

...BX RADIO TV ΣΥΝΤΟΜΑ ΚΟΝΤΑ ΣΑΣ ΕΔΩ ΣΙΓΟΥΡΑ ΕΧΟΥΜΕ ΘΕΜΑ...

Post Bottom Ad

Pages